ΑΝΤΙΣΕΙΣΜΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΔΗΜΟΥ ΑΝΩ ΛΙΟΣΙΩΝ

ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ – ΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ

 

 

ΤΟ ΣΕΙΣΜΟΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΣΕΙΣΜΟΥ ΤΗΣ 7-9-99

 

    Οι πρόσφατοι σεισμοί της 7ης Σεπτεμβρίου 1999, έπληξαν το ΒΔ τμήμα της λεκάνης των Αθηνών με ιδιαίτερα καταστροφικά αποτελέσματα, αφού προξένησαν πολλούς θανάτους και τραυματισμούς και σημαντικές καταστροφές στις ανθρώπινες κατασκευές.

    Γύρω από το θέμα του σεισμογόνου ρήγματος και των αιτίων των καταστροφών αναπτύχθηκε μια ολόκληρη "φιλολογία" τις ημέρες των σεισμών, από ειδικούς και μη, προξενώντας σημαντική σύγχυση τόσο στον κρατικό μηχανισμό όσο και στους απλούς πολίτες (ιδιαίτερα τους πληγέντες).

    Από τις λεπτομερείς έρευνες που έκανε η ερευνητική ομάδα του Τομέα Δυναμικής, Τεκτονικής και Εφαρμοσμένης Γεωλογίας στον ευρύτερο χώρο που επλήγη από τους σεισμούς, αρχικά με εντολή του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. και στην συνέχεια στα πλαίσια της μελέτης για το Δήμο προέκυψαν, συνοπτικά, τα ακόλουθα συμπεράσματα:

 

Ø     Δεν υπήρξε επιφανειακή εκδήλωση του σεισμογόνου ρήγματος. Ούτε το ρήγμα της Φυλής αλλά ούτε και αυτό του βόρειου περιθωρίου του Θριάσιου Πεδίου δεν παρουσίασαν κανένα στοιχείο-δείκτη επαναδραστηριοποίησης. Το γεγονός αυτό δεν είναι ούτε σπάνιο, ούτε μη ερμηνεύσιμο, δεδομένου ότι σεισμοί αυτής της τάξης μεγέθους δεν δημιουργούν απαραίτητα σαφή επιφανειακή εκδήλωση. Αλλά και να υπήρξε τέτοια (της τάξης μερικών εκατοστών), στο χώρο που αυτή εντοπίζεται η λιθολογία των σχηματισμών (κατακερματισμένα ανθρακικά πετρώματα) δεν επιτρέπει τον εντοπισμό της.

Ø     Εκδηλώθηκαν μόνο δευτερογενή καταστροφικά φαινόμενα, όπως καταπτώσεις, κατολισθήσεις, καθιζήσεις, επιφανειακές διαρρήξεις και χαλάρωση διακλάσεων, διαρρήξεων και άλλων ασυνεχειών στη βραχομάζα.

Ø     Με βάση: α) το επίκεντρο και την κατανομή των μετασεισμών αλλά και το μηχανισμό γένεσης του σεισμού (βάθος και κλίση ρηξιγενούς επιφανείας), που δόθηκαν από τους σεισμολόγους, β) τον προσδιορισμό της περιοχής που υπέστη μια συνολική καθοδική κίνηση (μέγιστο 7-9 εκατοστά) λόγω του σεισμού (όπως προέκυψε από ειδική επεξεργασία δορυφορικών εικόνων, interferometry, που πραγματοποιήθηκε από ειδικευμένη ομάδα επιστημόνων) και γ) την κατανομή των δευτερογενών καταστροφικών φαινομένων, προκύπτει ότι το σεισμογόνο ρήγμα έχει μια γενική διεύθυνση ΑΒΑ-ΔΝΔ με κλίση προς τα ΝΝΑ και εντοπίζεται στον ορεινό όγκο της Πάρνηθας, βόρεια από τη Φυλή.

Ø     Το ρήγμα αυτό βρίσκεται στην προέκταση των, αντίστοιχης διεύθυνσης, ενεργών και σεισμικών ρηγμάτων που εντοπίζονται στον ευρύτερο χώρο του Ανατολικού Κορινθιακού κόλπου, υπεύθυνα για καταστροφικούς σεισμούς από τους ιστορικούς χρόνους μέχρι σήμερα (Αρχαία Κόρινθος, Κόρινθος, Αλκυονίδες κλπ.).

Ø     Η ποσοτική και ποιοτική ανάλυση των νεοτεκτονικών και μορφοτεκτονικών στοιχείων της ζώνης αυτής, από τον Ανατολικό Κορινθιακό μέχρι και την Αττική, φανερώνει ότι τα περισσότερο ενεργά τμήματα εντοπίζονται στο χώρο του Αν. Κορινθιακού, ενώ προς τα Δυτικά (Αττική) η δραστηριότητα αυτή γίνεται μικρότερη. Η διαπίστωση αυτή ερμηνεύει το γεγονός ότι στον χώρο της Αττικής δεν εντοπίζονται μεγάλα και εντυπωσιακά ρήγματα αυτής της διεύθυνσης (με κατοπτρικές επιφάνειες, κορήματα, τεκτονικά λατυποπαγή κλπ.) και μόνο τα μορφοτεκτονικά στοιχεία συνηγορούν για κάτι τέτοιο (γι’ αυτό άλλωστε και ο εντοπισμός της επιφανειακής εκδήλωσης του ρήγματος που συνδέεται με τον πρόσφατο σεισμό είναι δύσκολος). Αντίθετα στο χώρο του Αν. Κορινθιακού η παρουσία μεγάλων και εντυπωσιακών ρηγμάτων με μεγάλες κατοπτρικές επιφάνειες με πρόσφατες επαναδραστηριοποιήσεις είναι πολύ συχνή. Φαίνεται, μάλιστα, ότι σημαντικό ρόλο στην δραστηριότητα των επιμέρους τμημάτων της μεγάλης αυτής, Α-Δ περίπου, ζώνης, διαδραματίζουν κάποιες άλλες, σχεδόν εγκάρσιες, ρηξινενείς ζώνες με ΒΑ-ΝΔ διεύθυνση (βλπ. Χάρτη). Όλα τα παραπάνω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο σεισμός της Αθήνας οφείλεται μεν στην επαναδραστηριοποίηση του δυτικότατου τμήματος της προέκτασης των ενεργών ζωνών της ευρύτερης περιοχής του Αν. Κορινθιακού, σε καμιά περίπτωση όμως τα μεγέθη και η συχνότητα επανάληψης δεν μπορούν να συγκριθούν με αυτά που χαρακτηρίζουν την περιοχή αυτή.

Ø     Η καταστροφές που παρατηρήθηκαν ήταν το αποτέλεσμα ενός πλήθους παραγόντων. Οι σημαντικότεροι από αυτούς είναι οι ακόλουθοι: α) τα χαρακτηριστικά του σεισμού (θέση επικέντρου σχεδόν κάτω από την Αθήνα, μικρό βάθος, μηχανισμός γένεσης κλπ.), β) τα χαρακτηριστικά των εδαφών θεμελίωσης (θεμελιώσεις σε χαλαρούς σχηματισμούς που μεταβάλλονται έντονα κάτω από τη σεισμική φόρτιση), γ) το βάθος του σεισμικού υποβάθρου, δ) η ύπαρξη μεγάλων ρηγμάτων και άλλων τεκτονικών δομών που μπορεί να μην επαναδραστηριοποιήθηκαν, κατηύθυναν όμως τη σεισμική ενέργεια σε συγκεκριμένες ζώνες και ε) το είδος και τα χαρακτηριστικά των κατασκευών.

Ø     Σε κάθε περίπτωση και σε τοπικό επίπεδο, καθένας από τους παράγοντες αυτούς διαδραμάτισε μικρότερο ή μεγαλύτερο ρόλο. Παρατηρώντας, όμως, συνολικά την κατανομή των καταστροφών διαπιστώνεται ότι αυτές παρουσιάζουν μια συγκεκριμένη και σαφή ΒΑ-ΝΔ διάταξη με ανατολικό όριο τον Κηφισό Ποταμό που ταυτίζεται με μια μεγάλης κλίμακας και αντίστοιχης διεύθυνσης, τεκτονική δομή (επαφή μεταμορφωμένων Πεντέλης – Υμηττού με τα αμεταμόρφωτα Πάρνηθας – Αιγάλεω). Έτσι λοιπόν εξάγεται το συμπέρασμα ότι μπορεί το ρήγμα που έδωσε το σεισμό αλλά και η κατανομή των μετασεισμών να εντοπίζονται σε μια ζώνη με διεύθυνση Α-Δ περίπου, η εξάπλωση των καταστροφών όμως καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από μια άλλη σχεδόν εγκάρσια ΒΑ-ΝΔ δομή, που παθητικά βοήθησε στη διάδοση της σεισμικής ενέργειας κατά μήκος αυτής. Η εικόνα αυτή της κατανομής των καταστροφών οδήγησε ορισμένους ερευνητές στο συμπέρασμα ότι αυτή η ΒΑ-ΝΔ δομή αντιπροσωπεύει και το σεισμογόνο ρήγμα. Η άποψη αυτή όμως σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ερμηνεύσει ούτε τα σεισμολογικά δεδομένα (κατανομή μετασεισμών, μηχανισμός γένεσης κλπ.) αλλά ούτε και τα δεδομένα από την ανάλυση των δορυφορικών εικόνων. Άλλωστε, το φαινόμενο αυτό έχει παρατηρηθεί και σε άλλες περιπτώσεις στον ευρύτερο χώρο του Αν. Κορινθιακού, αφού παρότι τα ρήγματα που συνδέονται με τους σεισμούς παρουσιάζουν μια διεύθυνση Α-Δ, η κατανομή των ισοσείστων ακολουθεί συχνά μια ΒΑ-ΝΔ διεύθυνση, που καθορίζεται από τα αντίστοιχης διεύθυνσης μεγάλα εγκάρσια ρήγματα που συνυπάρχουν μαζί με τα Α-Δ.

 

ΟΙ ΓΕΩΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΑΝΩ ΛΙΟΣΙΩΝ

    Από τη λεπτομερή γεωλογική και τεκτονική χαρτογράφηση της περιοχής του Δήμου σε συνδυασμό με τα δεδομένα από τις γεωτρήσεις, προέκυψαν τα ακόλουθα στοιχεία:

 

Ø     Το σύνολο σχεδόν του οικιστικού συγκροτήματος των Άνω Λιοσίων εδράζεται πάνω σε μεταλπικούς σχηματισμούς με μεγάλο πάχος. Οι σχηματισμοί αυτοί αντιπροσωπεύονται κατά κύριο λόγο από εντυπωσιακούς κώνους κορημάτων και σε μικρότερο βαθμό από αλλουβιακές προσχώσεις. Κατά θέσεις συμμετέχουν και ποτάμιες ή άλλες χερσαίες αποθέσεις ενώ στο νότιο τμήμα, στην έξοδο προς Καματερό, εντοπίζονται και νεογενείς λιμναίοι και χερσαίοι σχηματισμοί, οι οποίοι βορειότερα χάνονται κάτω από τα αλλούβια και τους κώνους κορημάτων. Στα περιθώρια του οικιστικού συγκροτήματος, προς την ορεινή και λοφώδη περιοχή που το περιβάλλει, απαντώνται αλπικοί σχηματισμοί που αντιπροσωπεύονται κυρίως από σχηματισμούς της Υποπελαγονικής ενότητας και του αλλόχθονου καλύμματος των Αθηνών.

 

Ø     Οι κώνοι κορημάτων, πάνω στους οποίους είναι δομημένο το μεγαλύτερο τμήμα του Δήμου, συνιστούν ένα ιδιότυπο σχηματισμό (με πάχος που κυμαίνεται από μερικά μέτρα μέχρι και περισσότερα από 100) με συχνές και απότομες πλευρικές και κατακόρυφες μεταβάσεις ανάμεσα σε συνεκτικά ή ημισυνεκτικά κορήματα και χαλαρούς σχηματισμούς όπως άμμους, ασύνδετα κροκαλολατυποπαγή, αργίλους κλπ. Αν και κατά θέσεις επικρατούν διαφορετικοί λιθολογικοί τύποι, σε γενικές γραμμές μπορούν να διακριθούν δύο διαφορετικά τμήματα. Ένα βόρειο όπου επικρατούν τα πιο συνεκτικά μέλη των κορημάτων, με πάχη που υπερβαίνουν τα 100 μέτρα και ένα νότιο που χαρακτηρίζεται κυρίως από τις περισσότερο χαλαρές φάσεις με μικρότερο πάχος.

 

Ø     Οι αλλουβιακές αποθέσεις εντοπίζονται στο νότιο και κεντρικό τμήμα του Δήμου και συνίστανται κυρίως από αργίλους, κοκκινοχώματα και κροκαλοπαγή με αργιλικό συνδετικό υλικό. Καταλαμβάνουν την επίπεδη περιοχή του Δήμου και το πάχος τους κυμαίνεται από μερικά μέτρα μέχρι 20-30 μέτρα.

 

Ø     Οι εμφανίσεις των νεογενών σχηματισμών βρίσκονται εκτός περιοχής του Δήμου, αποτελούν όμως το υπόβαθρο των αλλουβιακών αποθέσεων και των κώνων κορημάτων, κυρίως στα νοτιότερα τμήματα. Αποτελούνται από σχετικά συνεκτικές φάσεις όπως μάργες, μαργαϊκούς ασβεστολίθους, αργίλους και κροκαλοπαγή.

 

Ø     Οι αλπικοί σχηματισμοί αντιπροσωπεύονται σχεδόν αποκλειστικά από ανθρακικά πετρώματα (ασβεστολίθους και δολομίτες) και σε μικρότερο βαθμό από ψαμμίτες, αργιλικούς σχιστολίθους, αρκόζες και γραουβάκες (σχηματισμός βάσης Υποπελαγονικής).

 

Ø     Η επαφή ανάμεσα στις δύο αλπικές ενότητες της περιοχής εντοπίζεται στο ανατολικό περιθώριο του Δήμου και αντιπροσωπεύει μια σημαντική και μεγάλης κλίμακας τεκτονική ασυνέχεια που διασχίζει το κεντρικό και νότιο τμήμα της οικιστικής μονάδας.

 

Ø     Εκτός από τη σημαντική αυτή τεκτονική γραμμή εντοπίστηκαν και πολλά άλλα σημαντικά ρήγματα, τόσο στα περιθώρια με το αλπικό υπόβαθρο, όσο και στο εσωτερικό των μεταλπικών σχηματισμών. Αντιπροσωπεύουν νεοτεκτονικές δομές και κυριαρχούν δύο κύρια συστήματα, ένα με διεύθυνση ΒΒΔ-ΝΝΑ και ένα με διεύθυνση περίπου Α-Δ. Στην ουσία αντιπροσωπεύουν τα ρήγματα που σχετίζονται άμεσα με τη δημιουργία και εξέλιξη της μικρής νεογενούς λεκάνης που σήμερα βρίσκεται θαμμένη κάτω από τους κώνους κορημάτων και τις αλλουβιακές αποθέσεις. Η δομή είναι σχετικά πολύπλοκη αφού η λεκάνη αυτή δεν αποτελεί στο σύνολό της ένα τεκτονικό βύθισμα μιας και στο εσωτερικό της εντοπίζονται μικρότερης κλίμακας τεκτονικά κέρατα και βυθίσματα. Η εικόνα αυτή συμφωνεί απόλυτα με αυτή που παρουσιάζεται στον ευρύτερο χώρο της επιφανειακής εξάπλωσης των νεογενών αποθέσεων στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής.

    Συσχετίζοντας τα αποτελέσματα της γεωλογικής και τεκτονικής έρευνας με την κατανομή των πρόσφατων καταστροφών από τους σεισμούς, συνοπτικά αναφέρονται τα ακόλουθα συμπεράσματα:

 

Ø     Οι σημαντικές καταστροφές εντοπίσθηκαν κυρίως στις περιοχές όπου από άποψη εδαφών θεμελίωσης επικρατούν οι περισσότερο χαλαροί σχηματισμοί, είτε αυτοί αντιπροσωπεύονται από τα πιο χαλαρά μέλη των κώνων κορημάτων είτε από τις αλλουβιακές αποθέσεις.

 

Ø     Αυτός όμως δεν ήταν και ο μοναδικός παράγοντας που καθόρισε την κατανομή των καταστροφών, αφού οι σημαντικότερες από αυτές εντοπίζονται: α) στην προέκταση της μεγάλης τεκτονικής ασυνέχειας που χωρίζει τις δύο αλπικές ενότητες και β) στην περιοχή όπου διασταυρώνονται πολλά από τα ρήγματα που αναπτύσσονται στα περιθώρια και το εσωτερικό της νεογενούς λεκάνης.

 

Ø     Επισημαίνεται ότι τα ρήγματα αυτά είναι μεν νεοτεκτονικά αλλά δεν παρουσιάζουν ενεργό χαρακτήρα. Διαδραμάτισαν όμως σημαντικό ρόλο στην "κατεύθυνση" και "εκτόνωση" της σεισμικής ενέργειας σε συγκεκριμένες ζώνες, κάτι το οποίο άλλωστε παρατηρήθηκε και στη μεγαλύτερη κλίμακα, στο σύνολο της πληγείσας περιοχής. Το γεγονός αυτό είναι αναμενόμενο καθότι στην πλειονότητα των σεισμών που λαμβάνουν χώρα σε περιοχές αντίστοιχες του ελληνικού χώρου (Περιοχές Ενεργών Περιθωρίων), παρατηρούνται αντίστοιχα φαινόμενα. Τα προαναφερθέντα ρήγματα πρέπει να ληφθούν υπόψη σε κάθε μελλοντική κατασκευή, αλλά να μην προκαλέσουν ιδιαίτερη ανησυχία, δεδομένου ότι ολόκληρη η Ελλάδα (αλλά και η νότια Ευρώπη) παρουσιάζει παρόμοια δομή με την ευρύτερη περιοχή του Δήμου μας, με πληθώρα αντίστοιχων ρηγμάτων.

 

Γεωλογικός - τεκτονικός χάρτης Ανω Λιοσίων Αττικής

 

 

 

Γεωλογικές τομές

 

 

Xάρτης ισοβαθών υποβάθρου

 

 

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ – ΤΟΜΕΑΣ ΔΥΝΑΜΙΚΗΣ ΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ & ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ

ΔΗΜΟΣ ΑΝΩ ΛΙΟΣΙΩΝ