ΟΙ ΣΕΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ

Οι καταστρεπτικοί σεισμοί της Αθήνας τώρα και της Τουρκίας πρόσφατα, αλλά και του Αιγίου, της Κοζάνης ή της Θεσσαλονίκης παλαιότερα, μας ανάγκασαν να μάθουμε πολύ καλά τι είναι αυτό που προκαλεί τις δονήσεις. Ενώ εκτός από τους άριστους σεισμολόγους που διαθέτει η χώρα μας, αποκτήσαμε και χιλιάδες αυτοσχέδιους περί την πρόβλεψη των σεισμών... προφήτες, οι οποίοι με τις τερατολογίες που διαδίδουν, τείνουν να ξεπεράσουν σε φαντασία ακόμη και τους έλληνες της προϊστορικής εποχής. Οι οποίοι προσπαθώντας να εξηγήσουν το φαινόμενο, κάθε φορά που ταρακουνιούνταν η γη, κατασκεύαζαν διάφορες ιστορίες.

Ετσι, σύμφωνα με την παράδοση, ο Εγκέλαδος, γιος του Ταρτάρου και της Γης και αρχηγός των Γιγάντων, προκαλεί τους σεισμούς. Σώζονται διάφοροι μύθοι για τον Εγκέλαδο, ο πιο γνωστός από τους οποίους αναφέρει ότι αυτός φονεύτηκε από την Αθηνά, η οποία, αφού τον έτρεψε σε φυγή, έριξε εναντίον του τη Σικελία και τον καταπλάκωσε. Και κάθε φορά που ο Εγκέλαδος κινείται και αναστενάζει μέσα στον τάφο του, προκαλεί τους σεισμούς και τις εκρήξεις των ηφαιστείων.

Ακόμα και μέχρι τα μέσα του προηγούμενου αιώνα, οι πληροφορίες που έχουμε για τους σεισμούς προέρχονται από μη ειδικούς ερευνητές (φιλοσόφους, ιστορικούς, περιηγητές, κλπ). Με συνέπεια, οι πληροφορίες που μας δίνουν, να αφορούν κυρίως περιγραφές αποτελεσμάτων των πιο καταστρεπτικών σεισμών (καταστροφές οικοδόμων, εδαφικές μεταβολές, θαλάσσια κύματα που προκαλούν οι σεισμοί, θάνατοι, κλπ) και μόνο αποσπασματικά διατυπώνονται μερικές απόψεις που αφορούν τον τρόπο και τα αίτια γένεσης των σεισμών.

Ο αριθμός των γνωστών ισχυρών σεισμών της Ελλάδας και των γύρω περιοχών, κατά το χρονικό διάστημα από το 550 π.Χ. - 1988 μ.Χ. είναι περίπου 330.

Για την περίοδο από το 550 π.Χ. έως το 1550 μ.Χ., υπάρχουν στοιχεία για περίπου 110 συνολικά σεισμούς, δηλαδή, για 5 σεισμούς ανά αιώνα κατά μέσο όρο, ενώ ο πραγματικός αριθμός των μεγάλων σεισμών μεγέθους γύρω στα 6,5 ρίχτερ που συμβαίνουν στην περιοχή αυτή είναι κατά μέσο όρο 80 ανά αιώνα. Ο μικρός αυτός αριθμός σεισμών για τους οποίους υπάρχουν περιγραφές σε σχέση με το συνολικό αριθμό σεισμών που πραγματικά έγιναν κατά το διάστημα αυτό, οφείλεται στο ότι την προσοχή των ερευνητών αυτής της εποχής (φιλοσόφων, ιστορικών, κ.λ.π.) τράβηξαν μόνο εξαιρετικά και συνεπώς σπάνια γεγονότα, τα οποία είχαν έντονες επιπτώσεις στη ζωή των ανθρώπων αυτής της εποχής, όπως είναι μεγάλοι σεισμοί οι οποίοι προκάλεσαν καταστροφές σε μεγάλη έκταση, κατέστρεψαν σημαντικά πολιτιστικά κέντρα, προκάλεσαν μεγάλα θαλάσσια κύματα κλπ

Το δεύτερο διάστημα, καλύπτει την περίοδο από τα μέσα του δέκατου έκτου αιώνα μέχρι τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα (1550-1845). Ο συνολικός αριθμός των σεισμών της περιόδου αυτής που μελετήθηκαν είναι περίπου 90 και συνεπώς η συχνότητά τους είναι 30 σεισμοί ανά αιώνα. Ο εξαπλασιασμός του ρυθμού αυτού σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο οφείλεται στο ότι η πειραματική έρευνα άρχισε να κατακτάει έδαφος και να αποτελεί τη βάση της νέας επιστήμης. Γίνεται τώρα συνειδητή προσπάθεια καθορισμού των αιτιών των φαινομένων αυτών. Δεν περιγράφονται τώρα μόνο τα εξαιρετικά σεισμικά φαινόμενα αλλά περιγράφονται τα αποτελέσματα και μικρότερων σεισμών. Παρόλα αυτά, ο ρυθμός των μεγάλων σεισμών μεγέθους 6,5 ρίχτερ που μελετήθηκαν κατά την εποχή αυτή είναι ο μισός περίπου του ρυθμού των σεισμών που πραγματικά συμβαίνουν στην περιοχή αυτή.

Το τρίτο διάστημα καλύπτει τη χρονική περίοδο 1845-1988. Υπάρχουν παρατηρήσεις για όλους σχεδόν τους μεγάλους σεισμούς του πρώτου μέρους του διαστήματος αυτού (1845-1910) και σίγουρα για όλους αυτούς τους σεισμούς για το διάστημα μετά το 1910 όταν εγκαταστάθηκε το πρώτο σεισμόμετρο στην Αθήνα. Ο συνολικός αριθμός των μεγάλων σεισμών οι οποίοι μελετήθηκαν κατά την περίοδο αυτή, που αποτελούν σχεδόν το σύνολο των μεγάλων σεισμών που πραγματικά έγιναν, είναι 115. Δηλαδή, ο μέσος ρυθμός γένεσης των μεγάλων σεισμών στην περιοχή που μελετάμε είναι περίπου 80 σεισμοί ανά αιώνα.

Οι σεισμοί στην Αρχαία Ελλάδα

Η Σεισμολογία γεννήθηκε στις ελληνικές πόλεις της αρχαίας Ιωνίας και της Κάτω Ιταλίας μαζί με τη Φιλοσοφία και τη Δημοκρατία. Αυτό δεν είναι περίεργο αφού εκεί εμφανίστηκαν οι πρώτοι φυσιοκράτες φιλόσοφοι, δηλαδή, οι πρώτοι φιλόσοφοι που έθεσαν ως στόχο τη μελέτη της φύσης και αφού στην περιοχή που έζησαν αυτοί οι φιλόσοφοι, οι σεισμοί ήταν πολύ συνηθισμένα φυσικά φαινόμενα.

Δεν γνωρίζουμε απ' ευθείας από τους Ιωνες φιλοσόφους τις απόψεις και παρατηρήσεις τους πάνω στα σεισμικά φαινόμενα, γιατί αυτοί δεν άφησαν γραπτές μαρτυρίες. Όμως, από γραπτά κείμενα μεταγενέστερων ιστορικών και φιλοσόφων προκύπτει ότι οι Ιωνες φιλόσοφοι ασχολήθηκαν με τη μελέτη των σεισμών και διατύπωσαν απόψεις για τα αίτιά τους.

Ετσι, ο Θαλής ο Μιλήσιος (624-546 π.Χ.) θεωρούσε το νερό υπεύθυνο για τη γένεση των σεισμών. Πίστευε ότι η Γη πλέει στους ωκεανούς, σαν ένα μεγάλο σκάφος, και είναι οι κινήσεις της θάλασσας που προκαλούν τους σεισμούς.

Ο Αναξίμανδρος (611-546 π.Χ.), μαθητής του Θαλή, φαίνεται ότι ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τους σεισμούς και είχε αποκτήσει σημαντικές σεισμολογικές γνώσεις, αφού, όπως αναφέρεται από τον Κικέρωνα, όταν επισκέφθηκε τη Σπάρτη, γύρω στα 550 π.Χ. πρόβλεψε ένα μεγάλο σεισμό και προειδοποίησε τους Σπαρτιάτες οι οποίοι διανυκτέρευσαν στο ύπαιθρο και σώθηκαν από την καταστροφή.

Ο τρίτος Μιλήσιος μεγάλος φιλόσοφος, ο Αναξιμένης (585-525 π.Χ.) πίστευε ότι η ίδια η Γη είναι υπεύθυνη για τους σεισμούς. Διατύπωσε την άποψη ότι η Γη βρέχεται και μετά ξηραίνεται με συνέπεια να δημιουργούνται ρήγματα τα οποία προκαλούν τους σεισμούς. Για το λόγο αυτό, έλεγε ότι οι σεισμοί γίνονται κατά τη διάρκεια μεγάλων ξηρασιών και πολυομβριών.

Ο Πυθαγόρας (570-496 π.Χ.) πίστευε ότι το "κεντρικό πυρ", δηλαδή, η θερμότητα του εσωτερικού της Γης προκαλεί τους σεισμούς. Ο Αναξαγόρας (500-428 π.Χ.) θεωρούσε τη φωτιά υπεύθυνη τουλάχιστο για μερικούς σεισμούς. Σύμφωνα με αυτόν το φιλόσοφο, τα κοιλώματα (σπήλαια) μέσα στη Γη περιέχουν ατμούς οι οποίοι συγκρούονται και παράγουν φωτιά, όπως τα σύννεφα παράγουν τις αστραπές, και καθώς η φωτιά έχει τάση να κατευθύνεται προς τα πάνω προκαλεί ισχυρές εκρήξεις στα εμπόδια που συναντάει κατά τη γρήγορη άνοδό της με συνέπεια να προκαλεί έντονους εδαφικούς κραδασμούς και θόρυβο.

Μεταγενέστεροι οπαδοί του, διαφοροποίησαν ελαφρώς την υπόθεση του Αναξαγόρα και υποστήριξαν ότι η φωτιά, κατά την άνοδό της, κατακαίει τα στηρίγματα των σπηλαίων με συνέπεια αυτά να καταρρέουν και να προκαλούν τις εδαφικές δονήσεις.

Ο Αρχέλαος (5ος αιώνας π.Χ.) πίστευε ότι ο αέρας (ή οι ατμοί) προκαλεί τους σεισμούς. Αυτός διατύπωσε την άποψη ότι αέρας μπαίνει απ έξω μέσα στη Γη και γεμίζει τα κοιλώματα. Αν πρόσθετος αέρας μπει μέσα στη Γη, συμπιέζεται έντονα και προκαλεί τις εδαφικές δονήσεις και τους θορύβους που ακούγονται κατά τη γένεση των σεισμών και όταν ο συμπιεσμένος αέρας δημιουργεί ρωγμή (ρήγμα) στην επιφάνεια της Γης προκαλεί εκτεταμένες καταστροφές.

Ο Καλλισθένης (4ος αιώνας π.Χ.) πίστευε ότι ο αέρας μπαίνει μέσα στη Γη από κρυφές πηγές που βρίσκονται κάτω από τη θάλασσα και όταν το νερό της θάλασσας εμποδίζει την έξοδό του, ο αέρας στριφογυρίζει και διαταράσσει τη Γη. Ετσι εξηγούσε και τη μεγαλύτερη επίδραση των σεισμών σε παραθαλάσσιες περιοχές.

Ο Αριστοτέλης (384-323 π.Χ.) απέδιδε τόσο τους σεισμούς όσο και τα θαλάσσια κύματα που προκαλούνται απ' αυτούς στον άνεμο. Αναφέρει συγκεκριμένα ότι όταν επικρατεί άπνοια και ο άνεμος φυσάει προς το εσωτερικό της Γης, προκαλείται συγχρόνως το θαλάσσιο κύμα και ο σεισμός. Αυτό οφείλεται, σύμφωνα με την άποψή του, στο ότι ο αέρας που βρίσκεται σε έγκοιλα μέσα στη Γη θερμαίνεται και τείνει να βγει προς τα έξω. Όταν το κατορθώσει προκαλεί σεισμό. Στην περίπτωση υποθαλάσσιων σεισμών είναι το νερό της θάλασσας που εμποδίζει τον αέρα να βγει. Όταν, όμως, απελευθερωθεί, ο μεν αέρας προκαλεί το σεισμό το δε κύμα τον κατακλυσμό.

Ο Αριστοτέλης, διακρίνει τους σεισμούς σε "βράστας" οι οποίοι έρχονται από το εσωτερικό της Γης κατακόρυφα, δηλαδή, υπό ορθή γωνία, και σε "επικλίντας", οι οποίοι έρχονται υπό οξεία γωνία και προκαλούν πλάγια κίνηση. Υποστήριξε ότι οι ισχυροί σεισμοί γίνονται εκεί που η θάλασσα είναι "ροώδης" (προκαλεί πάταγο) και η ξηρά είναι "σομφή" και "ύπαντρος" (σπογγώδης και σπηλαιώδης). Ως παραδείγματα αναφέρει την περιοχή του Ελλήσποντου, της Αχαϊας, της Σικελίας και της Εύβοιας. Για τα θαλάσσια κύματα που προκαλούνται από τους σεισμούς αναφέρει ακόμα ότι αυτά πραγματοποιούν "οπισθοχωρήσεις" και "επιδρομές" και προσθέτει ότι πολλές φορές τα κύματα αυτά τελικά οπισθοχωρούν, ενώ άλλες φορές παραμένουν μόνιμα, όπως αναφέρεται ότι έγινε στην Ελίκη και τα Βούρα το 373 π.Χ.

Από τους τελευταίους κλασσικούς συγγραφείς που διατύπωσαν απόψεις για τους σεισμούς είναι ο Επίκουρος (341-270 π.Χ.), ο οποίος απέδιδε τη γένεση των σεισμών στη διαβρωτική και μεταφορική δράση του νερού και ο Σενέκας

(4 π.Χ. - 65 μ.Χ.) ο οποίος πραγματοποίησε ανασκόπηση των μέχρι τότε απόψεων για τα αίτια γένεσης των σεισμών και διατύπωσε και τη δική του άποψη η οποία ουσιαστικά συμπίπτει μ' αυτή του Αρχέλαου.

Οσον αφορά τις περιγραφές των σεισμικών αποτελεσμάτων των σεισμών κατά την αρχαιότητα, αυτές βρίσκονται σε κείμενα αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων ιστορικών, γεωγράφων κλπ., όπως είναι οι Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Ξενοφώντας, ο Πολύβιος , ο Κικέρωνας, ο Στράβωνας κ.α.

Από τους πιο μεγάλους σεισμούς αυτής της περιόδου, ήταν αυτός που συνέβη το 426 π.Χ. με επίκεντρο τη Φθιώτιδα και για τον οποίο κάνουν αναφορά τόσο ο Θουκιδίδης όσο και ο Στράβωνας, σημειώνοντας ότι μετά το σεισμό, εισέβαλε ένα μεγάλο θαλάσσιο κύμα, σαρώνοντας τη βόρεια Εύβοια και τις Θερμοπύλες, ενώ τα θερμά νερά της Αιδηψού και των Θερμοπυλών στέρεψαν για τρεις μέρες και πάνω από 3.000 άτομα σκοτώθηκαν στις περιοχές της Στυλίδας και των Θερμοπυλών.

Ενας άλλος σεισμός, το 227 π.Χ., μεγέθους 7,2 βαθμών με επίκεντρο τη Ρόδο, γκρέμισε τον Κολοσσό του Ηλίου, το μεγαλύτερο μέρος από τα τείχη και το ναύσταθμο της Ρόδου, ενώ σεισμός της ίδιας έντασης, το έτος 17 μ.Χ. με επίκεντρο τις Σάρδεις, γκρέμισε, όπως προκύπτει από κείμενα των Τάκιτου και Στράβωνα, σπουδαίες πόλεις της Μικράς Ασίας, όπως η Λαοδίκεια και τα Θυάτειρα, καθώς και η Ρόδος.

Την περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας

Περισσότεροι από 85 σεισμοί, μεγέθους άνω των 6,5 βαθμών, είχαν σημειωθεί κατά την περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, προκαλώντας τεράστιες καταστροφές. Οι σεισμοί αυτοί, επίσης περιγράφονται από τον καθηγητή κ. Παπαζάχο, στο βιβλίο του που προαναφέραμε.

Οι άνθρωποι κατά την περίοδο αυτή, απέδιδαν τους σεισμούς στα ίδια αίτια που τους απέδιδαν και οι αρχαίοι Έλληνες (σε ατμούς που βρίσκονται υπό πίεση μέσα στη γη, κλπ) ή είχαν περισσότερο υποβαθμισμένες απόψεις για το θέμα αυτό, αφού πολλοί πίστευαν ότι οι σεισμοί προκαλούνται από δράκοντες που βρίσκονται μέσα στη γη και κατά καιρούς την ταράζουν, όπως ήταν το τεράστιο γατόψαρο που πίστευαν οι Ιάπωνες ότι προκαλεί τους σεισμούς.

Ο ιστορικός του Βυζαντίου Αγαθίας (536-582 μ.Χ.) διατύπωσε την άποψη ότι η γη έχει φλέβες που είναι πλατειές στο εσωτερικό της και στενεύουν προς την επιφάνεια της γης. Έλεγε ότι πολύς άνεμος βγαίνει προς τα έξω από τις φλέβες αυτές και ταράζει μόνο τους τόπους που βρίσκονται κοντά στις φλέβες και όχι όλη την γη.

Ο Λέων Διάκονος (950-993 μ.Χ.), περιγράφοντας τον σεισμό που έγινε στις 7 Σεπτεμβρίου 968 στην Κλαυδιούπολη (Ν. Τουρκία, απέναντι από την Κύπρο), εκθέτει τις επικρατούσες στην αρχαιότητα θεωρίες για τη γένεση των σεισμών αλλά γράφει ότι αυτός πιστεύει ότι το αίτιο των σεισμών είναι η θεϊκή δύναμη για να τιμωρήσει τους ανθρώπους για τις φαύλες πράξεις τους.

Γενικά, δέσποζε η θεοκρατική αντίληψη, κατά την εποχή αυτή, για τα αίτια γένεσης των σεισμών. Η ανατολική εκκλησία διέταζε συχνά να γίνονται γιορτές, νηστείες και λιτανείες στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλα μέρη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας για την προστασία από τις σεισμικές δονήσεις.

Ο ρυθμός των μεγάλων σεισμών που μελετήθηκαν κατά την περίοδο αυτή παραμένει ο ίδιος με το ρυθμό της προηγούμενης περιόδου, δηλαδή, 5 σεισμοί ανά αιώνα. Οι περιγραφές των σεισμών που διαθέτουμε για όλη σχεδόν την περίοδο αυτή βρίσκονται σε κείμενα βυζαντινών κυρίως ιστορικών και μόνο για μερικούς σεισμούς προς το τέλος αυτής της περιόδου οφείλονται σε "ενθυμήσεις" (σημειώσεις καλόγερων στα περιθώρια ιερών βιβλίων) και σε περιηγητές της εποχής.

Οι μεγάλοι σεισμοί του Βυζαντίου

Από τους μεγαλύτερους σεισμούς της Βυζαντινής περιόδου, ήταν αυτός που συνέβη στη Νικομήδεια, στις 24 Αυγούστου του 358 και σύμφωνα με τους χρονικογράφους της εποχής "χάθηκε η πόλη γιατί καταποντίστηκε στη γη και στη θάλασσα", ενώ προκάλεσε τρομερές καταστροφές στην Ασία, στη Βυθινία και στη Μακεδονία.

Επίσης, ένας άλλος τρομακτικός σεισμός, μεγέθους 8,2 που συνέβη στις 21 Ιουλίου του 365 με επίκεντρο την Γόρτυνα, κατέστρεψε δέκα πόλεις της Κρήτης, ενώ ο Χιώτης (1886) αναφέρει ότι ράγισαν οι κορυφές του Ταϋγέτου, γκρεμίστηκε ο ναός του Δία στην Ολυμπία και δημιουργήθηκαν τόσα παλιρροιακά κύματα που έφτασαν μέχρι την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, πλημμυρίζοντάς την, αλλά και σε όλες τις παραλιακές πόλεις της Μεσογείου.

Μία άλλη δόνηση, 7,5 βαθμών, στις 8 Νοεμβρίου του 447, με επίκεντρο την Κωνσταντινούπολη, γκρέμισε τα τείχη της Πόλης και έπληξε τη Φρυγία, τη Βυθινία και τον Ελλήσποντο.

Σεισμός 6,8 βαθμών, που συνέβη το έτος 518, κατέστρεψε ολόκληρη την πόλη Σκούπι, τα σημερινά Σκόπια και ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός την ανοικοδόμησε και την ονόμασε Ιουστινιανή η Πρώτη.

Στις 7 Ιουλίου του 551, ένας σεισμός 7,2 βαθμών με επίκεντρο τη Χαιρώνεια, ισοπέδωσε εκτός από τη Χαιρώνεια, την Πάτρα και τη Ναύπακτο ολόκληρη.

Το 597, ένας σεισμός 6,8 βαθμών, με επίκεντρο τους Φιλίππους, ερήμωσε την πόλη και άλλαξε τον ρου του ποταμού Στρυμώνα.

Στις 26 Οκτωβρίου του 740, δόνηση 7,4 βαθμών, με επίκεντρο την Κωνσταντινούπολη, γκρέμισε εκατοντάδες σπίτια και πολλές εκκλησίες και μοναστήρια, κατέστρεψε τον ανδριάντα του Μεγάλου Θεοδοσίου, ενώ προκάλεσε μεγάλες ζημιές σε πολλές πόλεις της Μ. Ασίας. Ενώ άλλος σεισμός 7,5 βαθμών το 926 από το ίδιο επίκεντρο, γκρέμισε τα πυργώματα του Βυζαντίου, γκρέμισε πολλά σπίτια και ναούς καθώς και τον δυτικό τρούλο της Αγίας Σοφίας.

Μία φοβερή δόνηση 8,00 βαθμών, το Δεκέμβριο του 1303, με επίκεντρο τη Ρόδο, ανέτρεψε τελείως το νησί, σκότωσε 4.000 ανθρώπους στο Χάνδακα, ενώ εξ αιτίας του προκλήθηκαν μεγάλες καταστροφές στην Κορώνη, τη Μεθώνη, μεγάλο μέρος της Κρήτης και πολλά μέρη της Πελοποννήσου, ενώ και η Αλεξάνδρεια έπαθε τα πάνδεινα εξαιτίας του σεισμού.

Ενας σεισμός 7,2 βαθμών, την 1η Ιουλίου 1494, με επίκεντρο το Ηράκλειο, προκάλεσε εξαιρετικά μεγάλες ζημιές σε πολλές περιοχές της Κρήτης, ενώ στο λιμάνι μεγάλα κύματα προξένησαν βίαιες συγκρούσεις αγκυροβολημένων πλοίων

Τέλος σεισμός 7,7 βαθμών με επίκεντρο την πόλη Τσορούμ (Τσουρλού) της Μικράς Ασίας, στις 14 Σεπτεμβρίου 1509, σκότωσε 13.000 ανθρώπους και γκρέμισε 109 τζαμιά, 1070 σπίτια, όλα προς την ξηρά διπλά τείχη της Κωνσταντινούπολης, τους επτά πύργους, ενώ στο σπίτι του Βεζύρη Μουσταφά Πασσά σκοτώθηκαν 300 ιππείς με τα άλογά τους.

 

Κουζινόπουλος Σπύρος